- σκυταλισμός
- σκυταλισμόςreign of club-lawmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκυταλισμός — ο, ΝΑ (στην αρχαιότητα) 1. ραβδισμός με σκυτάλη, ξυλοκόπημα ή ακόμη και θανάτωση με σκυτάλη («σκυταλισμὸς... ὅσος παρ ἑτέροις τῶν Ἑλλήνων οὐδέποτε γεγονέναι μνημονεύεται», Διόδ.) 2. η στάση που έγινε το 370 π.Χ. στο Άργος και ονομάστηκε έτσι από… … Dictionary of Greek
σκυταλισμόν — σκυταλισμός reign of club law masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)